- δαφοινήεις
- δᾰφοινήεις, εσσα, εν, later form of sq., Nonn.D.1.425.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαφοινήεις — δαφοινήεις, εσσα, εν (Α) ο δαφοινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δα* + φοινήεις «κόκκινος», παράλληλος τ. τού φοινός «κόκκινος»] … Dictionary of Greek
δαφοινήεντες — δαφοινήεις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφοινήεντι — δαφοινήεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφοινήεντος — δαφοινήεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφοινήεσσα — δαφοινήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφοινήεσσαν — δαφοινήεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)